- ἁλιεύς
- рыбак
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἁλιεύς — one who has to do with the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… … Dictionary of Greek
Αλιεύς ή Αλιέας — Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη … Dictionary of Greek
ἁλιῆ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc/acc dual ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιεῦ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιοῖν — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιᾶς — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆα — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆας — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιῆες — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)